Μαθησιακές δυσκολίες
Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι διαταραχές που επηρεάζουν την ικανότητα του παιδιού να καταλαβαίνει και να χρησιμοποιεί τον προφορικό και τον γραπτό λόγο, να κάνει αριθμητικές πράξεις, να συντονίζει τις κινήσεις του και να κατευθύνει την προσοχή του εκεί που χρειάζεται. Πρόκειται γενικότερα για μία σειρά προβλημάτων που επηρεάζουν την ικανότητα του εγκεφάλου να δέχεται, να επεξεργάζεται, να αναλύει και να αποθηκεύει το σύνολο των πληροφοριών που δέχεται. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες δεν έχουν μειωμένη νοημοσύνη ούτε είναι τεμπέλικα, όπως συνηθίζουν λανθασμένα να χαρακτηρίζονται. Διαθέτουν τουλάχιστον μέση νοημοσύνη, κάποιες φόρες και μεγαλύτερη του μέσου όρου όμως χρειάζονται ειδική αντιμετώπιση έτσι ώστε να καταφέρουν να αναπτύξουν το δυναμικό τους.
Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι συχνές στον γενικό πληθυσμό προσβάλλοντας το 10-12% των παιδιών και των εφήβων. Η καλή σχολική επίδοση είναι θεμελιώδους σημασίας για την αυτοεκτίμηση του παιδιού και για την καλή συναισθηματική του ανάπτυξη. Οι μαθησιακές δυσκολίες διαγιγνώσκονται από ειδικούς ψυχολόγους, λογοθεραπευτές και εργοθεραπευτές. Ενδέχεται να εμφανιστούν στο παιδί με διάφορες μορφές όπως:
- Υπερικινητικότητα και διάσπαση προσοχής
- Δυσκολία στο συντονισμό
- Δυσκολία στη μνήμη και τη σκέψη
- Δυσκολία στην κατανόηση του περιεχομένου ενός κειμένου
- Ειδικές μαθησιακές διαταραχές στην ανάγνωση και την ορθογραφία καθώς και στην αρίθμηση
- Καθυστέρηση ή προβλήματα στη γλωσσική ανάπτυξη
- Συναισθηματική ανωριμότητα
Δυσλεξία
Η δυσλεξία είναι μια ειδική μαθησιακή διαταραχή νευροβιολογικής φύσεως. Τα παιδία με δυσλεξία δυσκολεύονται στην κατάκτηση της ανάγνωσης και της ορθογραφίας καθώς και στην κατανόηση του γραπτού λόγου. Σε μερικές περιπτώσεις παρουσιάζουν δυσκολίες και στον προφορικό λόγο. Η δυσλεξία δεν οφείλεται στην χαμηλή νοημοσύνη του ατόμου, μιας και πολλές φορές τα παιδία με δυσλεξία παρουσιάζουν ανώτερη νοημοσύνη από αυτήν του μέσου όρου. Επίσης δεν οφείλεται στην σχολική άρνηση ή τεμπελιά του ατόμου για μάθηση αλλά ούτε επηρεάζεται από το κοινωνικό-οικονομικό του περιβάλλον. Στην ουσία η δυσκολία παρουσιάζεται στον τρόπο που λειτούργει ο εγκέφαλος του δυσλεκτικού ατόμου όταν αυτό επεξεργάζεται την γλώσσα. Έρευνες έχουν δείξει ότι το αριστερό τμήμα του εγκεφάλου δεν ανταποκρίνεται κατάλληλα την στιγμή της ανάγνωσης με αποτέλεσμα την φτωχή αποκωδικοποίηση και τα συναφή προβλήματα που φέρει η δυσλεξία.
Η δυσλεξία παρουσιάζεται συχνότερα στα αγόρια με ποσοστό ένα προς τέσσερα και υπολογίζεται πως επηρεάζει το 10 με 15% του μαθησιακού πληθυσμού.
Η δυσλεξία επηρεάζει την κατάκτηση της ανάγνωσης κάνοντάς την αργή, χωρίς ροή και ρυθμό. Τα παιδιά με δυσλεξία όταν διαβάζουν, συχνά παραλείπουν ή κάνουν αντικατάσταση γραμμάτων, συλλαβών και λέξεων. Παράλληλα οι δεξιότητες της γραφής είναι σημαντικά κάτω από το αναμενόμενο. Κατά την γραφή παρατηρούνται επίσης αντικαταστάσεις και παραλήψεις καθώς και πολλά ορθογραφικά λάθη.
Ένα παιδί με δυσλεξία είναι πιθανό να εμφανίσει προβλήματα στην μακρόχρονη και στην βραχύχρονη μνήμη με αποτέλεσμα να χρειάζεται περισσότερες επαναλήψεις από το αναμενόμενο, λαμβάνοντας υπ όψιν την νοημοσύνη του, για να αποθηκεύσει και να αποστηθίσει μαθησιακές πληροφορίες. Επίσης είναι πιθανόν ο προφορικός λόγος να είναι ελλιπής όσων αφορά την οργάνωση του και την δομή του, με αποτέλεσμα την δυσκολία στην έκφραση την σκέψης. Πολλές φορές το λεξιλόγιο των δυσλεκτικών ατόμων είναι φτωχό, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στα μαθηματικά, έχουν προβλήματα στον συντονισμό, μπερδεύουν το δεξιά από το αριστερά, ενώ παράλληλα δυσκολεύονται στην εκμάθηση κανόνων και στην οργάνωση του χρόνου και της μαθησιακής ύλης.
Όλες αυτές οι εκπτώσεις στην πρόσληψη της μάθησης επιβαρύνουν το άτομο ψυχολογικά και του δημιουργούν άρνηση για μάθηση καθώς και χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η έγκυρη και έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση θα συνεισφέρει ώστε να βελτιωθούν οι ικανότητες του παιδιού στον γραπτό και στον προφορικό λόγο με στόχο την καλυτέρευση της σχολικής επίδοσης αλλά και της αυτοεικόνας του παιδιού.